- πολυγενεσία
- και πολυγένεση, η, Ν(λαογρ.) η παρουσία σε όλα σχεδόν τα σημεία τού κόσμου παραμυθιών και υποκείμενων σε αυτά πίστεων και συνηθειών, που εμφανίζουν μεγάλη ομοιότητα μεταξύ τους, η οποία αποδίδεται στην κοινή φύση τών ανθρώπων και τών λαών και δικαιολογεί την παράλληλη και ανεξάρτητη κάθε φορά γένεση όμοιων φαινομένων σε διάφορα σημεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γενεσία / γένεση < θ. γεν- τού γίγνομαι (πρβλ. παλιγ-γενεσία)].
Dictionary of Greek. 2013.